Πιο πολύ οι νύχτες

(...) Ο συγγραφέας γυρνάει ταχτικά στα πολύ παιδικά του. Στα παιγνίδια με συνομήλικους στη γειτονιά, σα να θέλει να βρει κάτι εκεί. Νιώθει να φεύγουν τόσο γρήγορα όλα. Παρόν, παρελθόν σαν ένα. Φεύγει ο χρόνος πολύ πιο γρήγορα από παλιότερες εποχές. Εποχή των ταχυτήτων. Έλευση και αναχώρηση μόνο. Κάπως έτσι. Σαν πλάσματα εικόνων νιώθουν περισσότερο παρά δημιουργήματα του χρόνου. Όπως οι κινηματογραφικές ταινίες, αλλάζουν οι εικόνες της ζωής.

Δεν προλαβαίνεις να μιλήσεις και λες πως μαθαίνεις να σιωπάς, γιατί προτεραιότητα έχουν άλλες φωνές. Πολλή συννεφιά, βροχές, νύχτες. Λίγο ήλιο, λίγη ξαστεριά, λίγες μέρες. Πιο πολύ οι νύχτες, αλλά δεν είναι αντιπαθείς. Αν και λες πως αιμόφυρτη είναι η μέρα από πλήξη, εσύ μένεις εκεί, την αναζητείς, σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών να τη φτάσεις, να τη δεις. Έχουν ένα χαμόγελο τα λόγια του.

Έστω και με τη σκιά της η ζωή σού επιβάλλεται και μάλιστα σωτήρια για να τη γράφεις με αγάπη. Όλα με αγάπη γράφονται. Για τους τελευταίους στοχασμούς θέλω να πω πως έχουν περισσότερη αισιοδοξία. Την άφησε για το τέλος. Να μείνει στον αναγνώστη πως τα νιάτα βλέπουν τη ζωή να παίρνει δρόμο προς τα πάνω. Ο δρόμος για την Ιθάκη, είπε ο Καβάφης - προτρέπει τους νέους να τον ζήσουν με πολλά μυρωδικά, όσο μπορούν πιο πολλά μυρωδικά, που είναι η ζωή που αξίζει.

[Απόσπασμα παρουσίασης του Βασίλη Σιουζουλή]