Θα φύγεις νύχτα

Τυχαία έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Γιώργου Σαράτση (εκδόσεις Φαρφουλάς, 2012), με αυτόν τον παράξενο τίτλο, το οποίο έχει ως εξώφυλλο μια φιγούρα ενός περιπλανώμενου από τις κάρτες ταρώ.

Το πρώτο που μας έρ­χε­ται κατά νου όταν ακού­με το «Θα φύ­γεις νύχτα», είναι μάλ­λον μια απει­λή ή μια προει­δο­ποί­η­ση για κά­ποιον ή και προς εμάς τους ίδιους ότι έχου­με αρ­χί­σει να υπερ­βαί­νου­με τα εσκαμ­μέ­να, δη­λα­δή ότι γί­νε­ται υπέρ­βα­ση των επι­τρε­πό­με­νων ή προ­κα­θο­ρι­σμέ­νων ορίων. Επί­σης, χρη­σι­μο­ποιεί­ται και με­τα­φο­ρι­κά, για τις πε­ρι­πτώ­σεις που κά­ποιος «έπαι­ξε και έχασε» και γι’ αυτό απο­χω­ρεί.

Άραγε, γιατί ο Σα­ρά­τσης έδωσε αυτόν τον τίτλο στο εν λόγω βι­βλίο του;

Ο γρί­φος, κατά πώς φαί­νε­ται, λύ­νε­ται στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου: «Με αφορ­μή το ασή­μα­ντο, αλλά συχνά σκλη­ρό, της κα­θη­με­ρι­νής εμπει­ρί­ας· σαν προ­ε­τοι­μα­σία για μια εσπευ­σμέ­νη ανα­χώ­ρη­ση χωρίς προει­δο­ποί­η­ση μέσα στη νύχτα, τα 38 σύ­ντο­μα κεί­με­να της συλ­λο­γής επι­χει­ρούν να φέ­ρουν τον ανα­γνώ­στη αντι­μέ­τω­πο με την αμη­χα­νία της συ­νύ­παρ­ξης, το ενο­χλη­τι­κό κρί­σι­μων ερω­τή­σε­ων, το ανα­πό­τρε­πτο μιας συ­νά­ντη­σης ή ενός χω­ρι­σμού. 38 στο­χα­σμοί αφιε­ρω­μέ­νοι στο πλη­κτι­κό αδιέ­ξο­δο μιας ζωής γε­μά­τη μνή­μες, έρωτα και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη μο­να­ξιά...»

Μέσα σε 38 πε­ζο­ποι­ή­μα­τα-κεί­με­να ή «38 στο­χα­σμοί για την πλήξη της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας», όπως είναι ο υπό­τι­τλος του βι­βλί­ου, ο Σα­ρά­τσης επι­κοι­νω­νεί τις σκέ­ψεις του, τυ­πω­μέ­νες σε χαρτί, πάνω σε υπαρ­ξια­κά θέ­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής. Κάθε φορά, βέ­βαια, με δια­φο­ρε­τι­κό τρόπο, σαν ένας «πε­ρι­πλα­νώ­με­νος πα­ρα­τη­ρη­τής» των ζη­τη­μά­των της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας έτοι­μος πάντα για ανα­χώ­ρη­ση. Γι’ αυτό το λόγο, μάλ­λον, έχει συμ­βο­λι­κά στο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου του τον πε­ρι­πλα­νώ­με­νο από τις κάρ­τες ταρώ. Γιατί η σκέψη του πε­ρι­πλα­νά­ται σε ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν τη συ­ντρο­φιά, τις σχέ­σεις, τον έρωτα, τον χω­ρι­σμό, την απώ­λεια, τη φυγή, τη μο­να­ξιά, την πλήξη, τη μνήμη, τις συ­νή­θειες, την οι­κο­γέ­νεια, τις απρό­σμε­νες στιγ­μές. Και όπως σχε­δόν όλοι που ασχο­λού­νται με την τέχνη και το γρά­ψι­μο το κά­νουν πρω­τί­στως για τον εαυτό τους, το ίδιο κάνει και ο Σα­ρά­τσης. Γρά­φει πρώτα για τον ίδιο. Εξάλ­λου το ομο­λο­γεί: «Γράφω για να μ’ ακού­σω μέσα μου. Είναι, σκέ­φτο­μαι, η μοίρα των φυ­λα­κι­σμέ­νων. Αγάπα το κελί σου, ψι­θυ­ρί­ζουν…». Με αυτό που λέει, πα­ρα­φρά­ζει κάτι που παλιά ήταν το μότο των φυ­λα­κι­σμέ­νων αρι­στε­ρών: αγάπα το κελί σου, τρώγε τα φαΐ σου, διά­βα­ζε πολύ.

Αν, λοι­πόν, ο εαυ­τός μας είναι το «κελί», τότε για να τον απο­δε­χτού­με, με τα θε­τι­κά και τα αρ­νη­τι­κά του, με τα σωστά και τα λάθη του, εί­μα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να τον αγα­πά­με. Και αγαπώ τον εαυτό μου ση­μαί­νει ότι μου αρέ­σει να με φρο­ντί­ζω, να ασχο­λού­μαι μαζί μου, να αφιε­ρώ­νω χρόνο για εμένα, να με ακούω, να μου φέ­ρο­μαι καλά, να κάνω πράγ­μα­τα που με ευ­χα­ρι­στούν, να ακούω τα συ­ναι­σθή­μα­τά μου επει­δή υπάρ­χουν για κά­ποιον λόγο. «Και όταν κοι­τά­ξω ξανά το πρό­σω­πό μου στον κα­θρέ­φτη, θα του βγάλω κο­ροϊ­δευ­τι­κά τη γλώσ­σα σαν παιδί ή θα του κλεί­σω το μάτι συ­νω­μο­τι­κά, σαν να του λέω: ‘’Τα κα­τα­φέ­ρα­με και σή­με­ρα ρε μπα­γά­σα..!’’. Κι ας κυ­λούν οι μέρες αδιά­φο­ρα. Θα ’χου­με του­λά­χι­στον κερ­δί­σει ένα στοί­χη­μα».

Στο «Προ­ϊ­ό­ντα οι­κο­γε­νεια­κού προ­γραμ­μα­τι­σμού», σκέ­φτε­ται τι είναι ο άν­θρω­πος, και απα­ντά: «Ένα ον που γεν­νιέ­ται μέσα σε ανερ­μή­νευ­τα συ­μπλέγ­μα­τα για να γίνει όσο με­γα­λώ­νει ει­δι­κός στα στοι­χή­μα­τα, τις απο­γοη­τεύ­σεις και τα κακά μα­ντά­τα. Ηδο­νί­ζε­ται στην απελ­πι­σία του, ανα­ζη­τώ­ντας πια­σιά­ρι­κα σο­φί­σμα­τα για το εφή­με­ρο της ύπαρ­ξής του…».

Όσον αφορά τον έρωτα, τον χω­ρι­σμό και την απώ­λεια, του έρ­χο­νται στο μυαλό «όχι ασή­μα­ντες» «μνή­μες». «Θυ­μά­μαι να σε ψάχνω στο σκο­τά­δι μ’ ένα σπίρ­το που ήξερα ότι σε λίγο θα σβή­σει. Όταν έσβη­σε δεν ήσουν πια εκεί. Έτσι έλαβε τέλος κι η ιστο­ρία μας». «Και σ’ άφησα. Δε θυ­μά­μαι να σε ξα­να­εί­δα από τότε. Κλεί­σα­με πα­ρά­θυ­ρα, συρ­τά­ρια και στό­μα­τα. Κλει­στή­κα­με μέσα. Μόνο τ’ απο­γεύ­μα­τα περ­πα­τού­σα μόνος δίπλα στη θά­λασ­σα, ψά­χνο­ντας ερω­τευ­μέ­νους. Κι είδα μάτια να βλέ­πουν, χείλη να μι­λούν, δά­χτυ­λα ν’ αγ­γί­ζουν… Κι είπα, δεν μπο­ρεί. Δεν τέ­λειω­σε τί­πο­τα ακόμα». Και για να πούμε ότι δεν τέ­λειω­σε τί­πο­τε, και για να μη βα­δί­ζου­με μόνοι «με συ­ντρο­φιά τα απαρ­νη­μέ­να μας πρό­σω­πα και μια αί­σθη­ση πάντα στο προ­σκέ­φα­λο να για­τρεύ­ου­με τον πόνο μ’ ότι κά­πο­τε αρ­νη­θή­κα­με…» είναι ανα­γκαίο να ζή­σου­με το Τώρα, τη στιγ­μή. Διότι, «Όσο θα φυ­λά­με τα λόγια μας για μιαν άλλη στιγ­μή, μιαν άλλη συ­νά­ντη­ση, για κάτι πιο ση­μα­ντι­κό, στα πρό­σω­πά μας θα καρ­φώ­νε­ται η από­γνω­ση για όσα θέ­λα­με να πούμε και δεν εί­πα­με. Για όσα θέ­λα­με να δεί­ξου­με και δε δεί­ξα­με. Για εκεί­να τα μικρά και ασή­μα­ντα που θα μπο­ρού­σαν να χρω­μα­τί­σουν το εφή­με­ρο του πα­ρό­ντος μας, προς αντί­δρα­ση μιας επι­κεί­με­νης πτώ­χευ­σης». Αντι­θέ­τως, μας χρω­μα­τί­ζουν η άρ­νη­ση, το ανι­κα­νο­ποί­η­το και το ανέλ­πι­στο, που είναι «οι πιο ασή­μα­ντες» λέ­ξεις, όπως λέει ο Σα­ρά­τσης. Και παρ’ ότι ασή­μα­ντες, χα­νό­μα­στε μέσα τους. Και όλες αρ­χί­ζουν από άλφα ή από «αν». Όμως, τα «αν» είναι οι προ­βο­λές που κά­νου­με στο μέλ­λον. Και το μέλ­λον είναι άγνω­στο, συ­νή­θως δεν έρ­χε­ται αυτό που φα­ντα­ζό­μα­στε, ενώ το πα­ρελ­θόν δεν μπο­ρεί να αλ­λά­ξει. Μόνο το Τώρα και οι στιγ­μές είναι αλη­θι­νά, διότι αυτά είναι η πραγ­μα­τι­κή ζωή. Για πα­ρά­δειγ­μα, όταν αγα­πάς έναν άν­θρω­πο, τον αγα­πάς Εδώ και Τώρα. Διότι την επό­με­νη στιγ­μή μπο­ρεί να μην υπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα για αγάπη και έρωτα και τότε θα το με­τα­νιώ­νεις όλη σου τη ζωή, λέει ο Όσσο.
Κάπως έτσι ολο­κλη­ρώ­νει τους στο­χα­σμούς του ο Σα­ρά­τσης. «Ζούμε για τον έρωτα που θα ’ρθει. Και για ’κεί­νους που έφυ­γαν. Ζούμε για να συ­νυ­πάρ­χου­με. Τώρα δεν συ­νυ­πάρ­χου­με. Πε­ρι­μέ­νου­με την συ­νύ­παρ­ξη». Δη­λα­δή, πε­ρι­μέ­νου­με το αύριο για ένα υπο­τι­θέ­με­νο κα­λύ­τε­ρο μέλ­λον, ανα­στέλ­λο­ντας ή πα­ρα­τεί­νο­ντας το σή­με­ρα. Και βέ­βαια μπο­ρεί ο κα­θέ­νας και η κα­θε­μία από εμάς να ψάξει όσο χρόνο θέλει για το υπο­τι­θέ­με­νο μελ­λο­ντι­κό κα­λύ­τε­ρο, άλλα ίσως στα γε­ρά­μα­τα ανα­κα­λύ­ψου­με ότι τε­λι­κά αυτό που ψά­χνα­με ήταν μπρο­στά μας και αρ­νη­θή­κα­με να το υπε­ρα­σπι­στού­με ως επι­λο­γή. Ή όπως διά­βα­σα γραμ­μέ­νο σε έναν τοίχο, «Ζήσε το σή­με­ρα με όσο πιο πολύ πάθος μπο­ρείς γιατί είναι το αύριο που πε­ρί­με­νες να έρθει χθες».

[Βιβλιοκριτική του Δημήτρη Κατσορίδα
στον ιστότοπο rproject.gr | 10 Νοεμβρίου 2016]