(...) Το εγχείρημα του Γιώργου Σαράτση να πλήξει την πλήξη της καθημερινότητας μας -με 38 μικρούς αλλά ιδιαίτερους στοχασμούς- είναι ένα τόλμημα που χτίζεται σελίδα τη σελίδα. Βίωμα το βίωμα. Γιατί η γραφή του Γιώργου είναι βαθιά βιωματική, αισθαντική και ανθρώπινη.

Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, αυτό το μικρό, πορτοκαλί βιβλιαράκι, βρέθηκα αντιμέτωπη με τον ίδιο μου τον εαυτό. Η ίδια η καθημερινότητα γίνεται ένα ελατήριο που μας απλώνει στη διαφορετικότητά μας και μας μαζεύει πάλι πίσω στο αρχέγονο, αΐδιο είναι μας.

Εν καιρώ κρίσης και διαπραγματεύσιμων ορισμών, η προσωπική σκοπιά του ενός οφείλει να ανταμώνει την προσωπική σκοπιά του καθενός και από εκεί να πραγματώνονται μαζί στο καθολικό. Το ανώφελο, το ανέφικτο, το ασήμαντο, οι λέξεις που στερούνται μιας κάποιας πληρότητας, οι έννοιες που μοιράζονται την ανησυχία της ταυτότητας τους μα πιότερο η ύπαρξη, η περισσότερο δοκιμασμένη, γίνεται σπόρος στο γόνιμο χώμα των στοχασμών. Ποιο είναι όμως αυτό το στοιχείο που είναι σε θέση να ποτίσει με αγάπη, με θλίψη, με κατάφαση, άρνηση ακόμα και με ενοχή τον αναγνώστη; Το κάθε τι έχει την «εγκληματική» θέση του. Η θάλασσα στην απεραντοσύνη της αναγέννησης της, η μνήμη, το σώμα, η απουσία, η σιωπή αλλά και η νύχτα, ως ο προθάλαμος όλων.

Η αλήθεια, η φυγή, η ανάγκη. Η σύνοψη του ευτελούς και του πολύτιμου συνάμα. Άνθρωποι μοναξιασμένοι, μονόλογοι διάχυτοι, σκέψεις και σχέσεις μιας χρήσης. Να θυμηθείς να αγαπήσεις, να αγαπήσεις αυτό που σε ξεχνά, να θυμηθείς να επιστρέψεις στο συνείναι. Το βαθύτερο θέλω όλων, η Συνύπαρξη. Ένας ακέραιος στοχασμός επί της κατάφασης του Είναι. Αυτό είναι το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου.

Ο συγγραφέας, μας λέει: « Η συντροφιά είναι κάτι ευαίσθητο. Κάτι σαν την επιφάνεια ενός ατάραχου δέρματος που μόλις τ’ αγγίξει λεπτά η αφή, αντιδρά. Κι ανατριχιάζεις. Ή σαν μια φρεσκοβαμμένη επιφάνεια που περιμένει ένα αιχμηρό αντικείμενο να τη σημαδέψει».

Στην εποχή της αποξένωσης και της εύκολης σκέψης, το πιο δύσκολο αίτημα, είναι αυτό της συνύπαρξης. Το άνοιγμα του εαυτού μας προς έναν ξένο εαυτό, η επαφή με τον άλλον σε επίπεδο έρωτα, σε στάθμη βίωσης, σε υπερβολή, σε καταστολή, σε ανθρώπινη, στοχαστική διάσταση.

Η βόλτα, η φυγή, ο μεταμεσονύχτιος ψίθυρος, η αναμονή σε ένα ακουστικό, το φταίξιμο της βροχής. Όλα αυτά που όταν μοιραστούν μεταξύ δύο, η ευτυχία πολλαπλασιάζεται και όταν οι δύο μοιραστούν, η ευτυχία διαιρείται. «Μοιραζόμαστε μεταξύ μιας έλευσης και μιας αναχώρησης...» καταλήγει στον δέκατο τρίτο στοχασμό του, ο Γιώργος. Με άλλα λόγια μοιραζόμαστε μεταξύ ζωής και θανάτου. Το καθετί στις ανθρώπινες σχέσεις είναι μοιρασμένο. Σαν ένα νόμισμα που το διεκδικούν δυο όψεις και τελικά το κερδίζει μια ευχή.

Κι όμως εμείς που «κλείσαμε παράθυρα, συρτάρια και στόματα». Μα προπαντός, εμείς οι ίδιοι που «κλειστήκαμε μέσα μας», οι «Όχι Ασήμαντοι», είναι καιρός να αμφισβητήσουμε τον αυτεπάγγελτο εγκλεισμό μας, στραμμένοι ο ένας προς τον άλλον.

Σας εύχομαι, λοιπόν, καλή ανάγνωση και πολύ περισσότερο καλό αναστοχασμό επί των 38 στοχασμών του «Θα φύγεις Νύχτα».

[Απόσπασμα κειμένου της Αθανασίας Γιασουμή 
στα πλαίσια παρουσίασης του βιβλίου στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2012]