Οι αισθήσεις σε εγρήγορση

(…) Ο Γιώργος Σαράτσης μέσα από τα στοχαστικά του αφηγήματα, ξεκινά ένα βαθύ υπαρξιακό ταξίδι και συνάμα επίκαιρο. Σα νέος άνθρωπος μεταφέρει τους προβληματισμούς της γενιάς του σε μία πραγματικότητα που ασφυκτιά από αδιέξοδα, ανασφάλεια, αγωνία… Κινείται όμως εύστοχα στο διαχρονικό και στο παρόν. Ο χρόνος γίνεται γραμμική ευθεία που συνενώνει σε ένα παρελθόν-μέλλον: «Το δικό μου μέλλον υπήρξε κάποτε με τη μορφή πρόωρου παρελθόντος. Και το παρόν μου… Τί σημασία έχει ο χρόνος;»

Λόγος δυνατός, μεστός, σύνθετος γίνεται συχνά εικόνες και Ποίηση. Κάθε λέξη μοιάζει με σπόρο εν δυνάμει έτοιμο να καρπίσει όταν βρεθεί στην γόνιμη γη της σκέψης. Οι μυρωδιές, η αφή, το βλέμμα… Όλες οι αισθήσεις σε εγρήγορση για να αφουγκραστούν, να αισθανθούν, να καταγράψουν τη στιγμή, τα συναισθήματα… Επικεντρώνεται και αναδεικνύει μέσα από μικρές καθημερινές συνήθειες, κινήσεις απλές, επαναλαμβανόμενες, το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, την αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους, τους άλλους, τον εαυτό τους: οι άνθρωποι «δε μάθαμε τα βασικά αυτού του κόσμου», «μοιραζόμαστε μεταξύ μιας έλευσης και μιας αναχώρησης», η ζωή ως αυτοάνοσο νόσημα…

Τον απασχολεί έντονα η συνύπαρξη. Συναντάμε περιγραφές όπου από μια μικρή λεπτομέρεια φανερώνεται η επιδερμική σχέση (το σώμα γίνεται ο αποδέκτης του πόνου και πάνω του «γράφεται» η απουσία, ο χωρισμός), το δέρμα από κάτω ξερό, το σώμα πληγή. «Οι ανθρώπινες σχέσεις κρέμονται από μια λεπτή κλωστίτσα», λέει ο συγγραφέας και συμπληρώνει: «η συντροφιά είναι κάτι ευαίσθητο». Έρωτες, χωρισμοί, απουσία, μοναξιά, σιωπές, αναμνήσεις, φιλία, κενό, ανία, πλήξη και πάλι ελπίζω. Που είναι η καρδιά σου; Ο δρόμος που οδηγεί στη συνάντηση με τον άλλον, τον σύντροφο, τον φίλο, τον συνάνθρωπο. Και πλάι σ’ αυτά, το στοιχείο της βροχής να κάνει έντονη την παρουσία του σαν κάθαρση, σαν συντροφιά, σαν ήχος, σαν αποχαιρετισμός ή γοητεία. Που συμπληρώνει την εικόνα, το τοπίο όπου διαδραματίζεται κάθε ανθρώπινη δράση. Και η φυγή, ως διέξοδος, ως διεκδίκηση, ως απώλεια. «Κάποιος φεύγει… Πες μου κάτι τελευταίο πριν φύγεις».

Ένας κύκλος ζωής, ένα εργοστάσιο ιδεών, σκέψεων, απόψεων, καταθέσεων ψυχής. Με ερωτήματα, αγωνίες, απορίες, δισταγμούς. Δισταγμός να έρχεσαι κάποτε στον κόσμο, αρνούμενος να ανοίξεις τα μάτια / ο άγνωστος κόσμος σου, τί θ’ αντικρίσεις; Τί θα ζήσεις; Στα τείχη που χτίσαν γύρω σου άλλοι για ‘σένα. Φτύνεις κατάμουτρα το άχαρο της επικαιρότητας. Φοβάσαι. Ζήτημα χρόνου να γίνεις σαν όλους τους άλλους. Δρόμοι αποκλεισμένοι από ψυχές, φωνές, δακρυγόνα. Δεν κοιμάται κανείς στις μέρες μας… Έσω έτοιμος…

Στο τελευταίο αφήγημα του βιβλίου με τον συναφή τίτλο “Κάτι τελευταίο”, ο συγγραφέας μοιάζει να τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια μας, να μας αιφνιδιάζει… Τίποτα, λοιπόν, σταθερό. Όλα ρευστά και ανατρέψιμα. Όμως αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης, του συγγραφέα. Να ταρακουνά, να αφυπνίζει, να προβληματίζει. Όχι να χειραγωγεί και να καθοδηγεί. Εκείνος γράφει, οι αναγνώστες αποφασίζουν τι θα επιλέξουν.

Σε μια συνέντευξή του ο Αντόνιο Ταμπούκι όταν ρωτήθηκε γιατί γράφει, απάντησε: «γιατί η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή».

«Γράφω γιατί δεν μου αρκεί η εμπειρία μου… Γράφω για να μ’ ακούσω μέσα μου», δηλώνει ο Γιώργος Σαράτσης. «Βάζουμε ένα στοίχημα;» συνεχίζει. «Να ‘ναι κάθε μας μέρα μια απόπειρα αναζήτησης εκείνου που μας διαφεύγει, εκείνου που συντελείται μέσα μας αθόρυβα, περιμένοντας να νιώσουμε, να γευτούμε, να ελπίσουμε… Γιατί μέσα μας ξεμένει μια χρωστούμενη αναγέννηση»

[Απόσπασμα κειμένου της Φανής Αθανασιάδου
στα πλαίσια παρουσίασης του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη
στις 24 Μαϊου 2012]