Η απαθανάτιση της στιγμής

Τα κείμενα του «Θα φύγεις νύχτα» είναι γεννήματα μιας συζήτησης, μιας τυχαίας συνάντησης, μιας βόλτας, ενός καθημερινού γεγονότος, μιας συνηθισμένης μέρας, μιας καλοφτιαγμένης ρουτίνας. Είναι αποσπάσματα της καθημερινής πλήξης με σκέψεις που εμβαθύνουν στο πως και το γιατί τους. Είναι η σκιαγράφηση μιας ζωής που ανήκει στους περισσότερους, έστω κι αν το παραδέχονται μονό στο ταβάνι του δωματίου ξαπλωμένοι άυπνοι στο κρεβάτι. Είναι οι συνομιλίες σαν κι αυτές που κάνει κάποιος μόνο με τον εαυτό του και που μόνο λογοκριμένες μπορούν να βγουν προς τους φίλους και τις παρέες. Είναι τα εσωτερικά αδιέξοδα κι η κατά μέτωπο επίθεση απ’ την οποία είτε θα επιζήσει ο τοίχος της πλήξης είτε θα σπάσει και θα γεννηθεί η έξοδος προς τη ζωή και την ελευθερία. Είτε η αναμονή για μια υποσχόμενη ζωή είτε η ακέραιη γεύση της ζωής. Είναι μια κραυγή πως ο βασιλιάς είναι γυμνός ανάμεσα στο βουβό πλήθος που συναινεί στην διαιώνιση της πλήξης μέσα στο πανέμορφο διάφανο φόρεμά της. 

Ο Αλέκος Βασιλάτος γράφει πως στη ζωή κάποιου υπάρχουν 3 βήματα: Πρώτον, η αποκαθήλωση των στόχων, δεύτερον η αποδόμηση των κινήτρων και τρίτον οι σκέψεις φιλόστοργου θανάτου. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, στο «Θα φύγεις νύχτα» αποτυπώνεται η καταστροφή των υπόλοιπων προορισμών στο κυνήγι της συνύπαρξης. Είναι η κινηματογράφηση ενός ταξιδιού που είμαστε πρωταγωνιστές, το οποίο περνά πάλι από τρία σημεία-σταθμούς. Αυτά αποτελούν και τα τρία κεφάλαια του βιβλίου.

Πρώτον, το “Δεύτερο Πρόσωπο” που ξεκινάει με την φυγή από τα κόμπλεξ της παιδικής ηλικίας και την ανακάλυψη του εαυτού μακριά από όλα όσα το διαμόρφωσαν. Αναζητά την επιστροφή σ’ έναν άδειο πίνακα. Την αφετηρία στην οποία γυρνάει ο καθένας για να κατανοήσει από την αρχή το δεύτερο πρόσωπο του εαυτού του προκειμένου να καθρεφτίσει το δεύτερο πρόσωπο με το οποίο θα συνυπάρξει. Εσωτερικό και εξωτερικό δεύτερο πρόσωπο μοιάζουν σαν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος το όποιο δεν πρόκειται να βγάλει νικητή κανέναν καθώς πέφτει στο κενό. Βγάζει νικητές και τους δυο όσο μένει στον αέρα. Κι ας υπάρχουν οι νόμοι της βαρύτητας που θα το παραδώσουν αργά ή γρήγορα στην νομοτέλεια της πτώσης. Είναι το ξημέρωμα μιας Πέμπτης που σηκώνεσαι να φύγεις κι η πόρτα που ξαφνικά κλείνει. Κι ύστερα η ανάλωση στην ψυχανάλυση των ανθρώπινων σχέσεων που κρέμονται από μια διάφανη κλωστή, από ένα γιατί κι από ένα δεν ξέρω. Δίνει τροφή στην τρελά που υπήρχε και θα υπάρχει πάντα μέσα μας, ώσπου ένας αναπάντεχος διακόπτης να την θέσει σε λειτουργία. Το “Δεύτερο Πρόσωπο” συμβαδίζει στον περίπατο του απογεύματος μιας βροχερής Κυριακής. Κι αναδιπλώνεται πάλι τη Δευτέρα για να περπατήσεις ξανά μονότονα στο λαβύρινθο της ζωής κάτω από τα σύννεφα. Ακροβατούμε στα βήματα μιας περιφερομένης απουσίας και στα τακούνια ενός έρωτα μια όμορφη νύχτα του Αυγούστου. Τα βράδια επιστρέφουμε σ’ ένα όνειρο που από χρόνια σταμάτησε τις πρεμιέρες λόγω τεχνικής βλάβης. Λόγω συμβιβασμού. Λόγω παραίτησης. Λόγω μη αντοχής. Διχοτομούμε τον εαυτό μας σε μια έλευση και σε μια αναχώρηση, δίχως να γνωρίζουμε την απόλαυση της διαδρομής ανάμεσά τους. Έρχεται και φεύγει. Αρχίζει και τελειώνει μόνο με τρανταγμούς κατά την απογείωση και την προσγείωση. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο κοιμόμαστε τον βαθύτερο ύπνο. Τα παραπάνω, όλα στιγμιότυπα μιας ζωής που ζούμε χωρίς να παρατηρούμε. Ο καλλιτέχνης ως πρόσωπο που δρα αλλά και ως θεατής στοχάζεται πάνω τους και φέρνει κύκλους γύρω από το νόημα. Που ίσως όμως και να μην υπάρχει.

Το “Δεύτερο Πρόσωπο”, έπειτα, εξελίσσεται στην “Συνύπαρξη”. Υπάρχουμε μαζί. Όπως αναφέρει ο Χρήστος Γιανναράς: «Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς». Η “Συνύπαρξη” ανοίγει το δρόμο για τη λύση του μυστήριου της ζωής μέσω της συντροφιάς που παλιότερα αρνηθήκαμε ως κάτι το υποτιμητικό προς τις δυνάμεις μας. Κάτι που υψώσαμε αδιαπέραστα τείχη ώστε να μη μας αλώσει. Μην τυχόν και βρει το τρωτό σημείο της ευαισθησίας και πατήσει εκεί πάνω για να μας διαλύσει. Μια φευγαλέα καλημέρα, αδιάφοροι περαστικοί, επισκιασμένοι από τον φόβο μην τυχόν και πάρει κάποιος χαμπάρι ότι τους λείπει η συντρόφια και τους εκμεταλλευτεί. Στο κεφάλαιο αυτό αποτυπώνονται τα στιγμιότυπα της συνύπαρξης. Καθημερινές εικόνες που περνούν ανεπαίσθητα κι ανεπίστρεπτα στο κυνήγι της συνύπαρξης. Θρυμματίζει την χίμαιρα και την πλήξη δίνοντας ζωή σε οτιδήποτε. Το αυτοάνοσο νόσημα της ζωής, η ρωσική ρουλέτα των στιγμών μας, η αναμονή στο ακουστικό του ξιπασμένου ερώτα, το τέλμα κάθε ξενέρωτου σαββατόβραδου, το γέμισμα του φεγγαριού πίσω απ’ την κλειστή κουρτίνα, το βρεγμένο απ’ τα χείλη τσιγάρο, η απόγνωση των λέξεων… Όλα σιωπές και κομμάτια της κατακρεουργημένης συντροφιάς που ξαφνικά αποκτά νόημα.

Η πληρότητα της συνύπαρξης οδηγείται ύστερα στην κενότητα της μοναχικότητας. Η ηδονή με αναστροφή των φωνηέντων μετατρέπεται σε οδύνη. «Δὲν ὑπάρχει ὀδύνη καὶ πίκρα πιὸ βασανιστικὴ ἀπὸ τὴν ἀντιμαχία ἀνθρώπων ποὺ πίστεψαν πὼς ἦταν ἀμοιβαῖα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἐρωτευμένοι». Και κάθε έρωτας οδηγείται νομοτελειακά στον σπαραγμό και την πτώση του. Πρώτη και τελευταία πατρίδα είναι η μοναξιά κι η ανάμνηση του ταξιδιού. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο “Πορτρέτα Aναμνησεων” ο συγγραφέας γράφει επειδή δεν θέλει να πάσχει από την εμπειρία του, αλλά κι επειδή δεν του αρκεί η εμπειρία του, θέλοντας ν’ αρχίσει ξανά το υπέροχο ταξίδι της ζωής. Η ανάμνηση παίρνει μαζί της ένα μεταμεσονύκτιο τσιγάρο στη βεράντα, ένα τυχαίο χαμόγελο και μια σκοτωμένη αθωότητα, τα κόκκινα απ’ το κλάμα μάτια απέναντι σου στον τερματικό σταθμό, μια πανέμορφη μούσα στην ακρογιαλιά και τα φυλαγμένα λόγια στη τσέπη για μια καταλληλότερη στιγμή που ποτέ δεν έρχεται. Σε όλα αυτά διαχέεται σαν λερό φως το πάντα άγνωστο «γιατί» του κόσμου. Οι εικόνες παραμένουν αειθαλείς στη μνήμη και περιγράφονται νοσταλγικά σαν κομμάτια του παζλ μιας πεπερασμένης ευτυχίας.

Τα λεωφορεία στους σταθμούς πάντα θα φεύγουν και θα έρχονται. Οι άνθρωποι απ’ τη ζωή πάντα θα φεύγουν και θα έρχονται. Η απαθανάτιση της στιγμής μέσα σ’ ένα κείμενο η μέσα σε μια φωτογραφία δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την τάση να επιστρέφουμε σ’ ένα γνώριμο ευχάριστο μέρος, σε μια πλαστή βόλτα που θέλουμε να διαρκέσει για πάντα, να μην πέσει γρήγορα ο ήλιος, να μην απλωθεί το κρύο και γυρίσουμε πρόωρα σπίτι. Έτσι υπάρχουμε∙ σαν μοναχικότητες σε επανάληψη που απλά περνάμε σαν ποτάμι, σαν θάλασσα, σαν αέρας. Και σαν πληγωμένο παιδί που το έπιασαν στον ύπνο. «Μη χαθούμε…» και νεκρά τηλέφωνα. Η κουρτίνα κλείνει κι ο προβολέας της σκηνής σβήνει. Αυτό ήταν. «Έρχομαι από το πεθαίνω, όχι από το έχω γεννηθεί. Με το έχω γεννηθεί πάω». Και τέλος, αν καταλάβετε ποτέ τι στο διάολο παίζει εκεί έξω ρίξτε ένα σήμα και προς τα δω…

[Απόσπασμα παρουσίασης του Πέτρου Σκυθιώτη]