Θα με βρεις στο απρόσμενο της μελαγχολίας ή στο στενάχωρο μιας ακόμα ημέρας. Αν τυχόν δε με εντοπίσεις, δε θα ’ναι ακόμα η ώρα. Έπειτα, αναλώνεσαι στο περίμενε. Το άγνωστο θα παραμείνει άγνωστο και ’σύ ένας ακόμη άντρας χωρίς ηλικία.


[Αναδημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό
Το Κόσκινο |15 Νοεμβρίου 2016]

Κομμάτι ιστορίας

Πάντα η πλήξη ήταν, είναι και θα είναι μια αργή ρήξη με το παρόν· και το «Θα φύγεις νύχτα» 38 στοχασμοί για την πλήξη της καθημερινότητας (εκδ. Φαρφουλάς, 2012) του νεότατου ποιητή Γιώργου Σαράτση (Ελασσόνα, 1986) είναι η αγωνία ενός νέου ανθρώπου, που διαβιεί στην συμπρωτεύουσα και ως νέος άνθρωπος αφουγκράζεται με μαεστρία τους βιορυθμούς της πόλης, τις καταγράφει μέσα από τα οπτικά του κέντρα, τις επεξεργάζεται στην ψυχή του και τις μετουσιώνει σε πεζοτράγουδα. Μια ξεχασμένη μορφή πεζής ποίησης, κατά κόρον λαϊκή, η οποία ευτυχώς δειλά-δειλά επανέρχεται στο προσκήνιο.

Στα πεζά ποιήματα του τόμου, ο Γιώργης με μαεστρία και εξυπνάδα παραπάνω απ’ αυτή που του πρόσφερε η ηλικία του (τότε ήταν μειράκιον) πέρασε μέσα από κόσκινο την επικούρεια φιλοσοφία, την έκανε κτήμα του, την προσάρμοσε στην ζωή και στην καθημερινότητά του, και μέσα από το επικούρειο βλέμμα του, που το ζηλεύω, έγραψε στα καλά καθούμενα τα ποιήματα του τόμου· ποιήματα που όλοι έχουμε νιώσει και ο κάθε ένας νομίζει ότι είναι ο μοναδικός που τα νιώθει. Ο υποψιασμένος αναγνώστης εύκολα μπορεί να το δει. Δεν αναμασά την κουλτούρα· την παράγει…

Το πρώτο (και ως τώρα το μοναδικό) βιβλίο του Γιώργου Σαράτση με 38 στοχασμούς είναι χωρισμένο σε τρεις άξονες. Ο πρώτος τιτλοφορείται «Σε δεύτερο πρόσωπο», καθώς πάντα στην τέχνη και δη την ποιητική, μιλάς καλύτερα σε δεύτερο πρόσωπο για αυτά που στην ουσία είναι πρώτο. Παρόλο που όλη η Τέχνη είναι σε πρώτο πρόσωπο γιατί είναι κομμάτια από το βλέμμα του δημιουργού, δοσμένα με τον τρόπο που τα αρμόζει. 

Ο δεύτερος τιτλοφορείται «Συνύπαρξη». Στην ζωή είναι δύσκολο να πηγαίνει μόνος. Ρωτήστε τους μόνους. Τους συγχρόνους Αγίους. Αυτούς που περπάτησαν μόνοι ολόκληρη ζωή. Και ο Γιώργης το ξέρει αυτό καλά. Μπορείς να συνυπάρχεις μόνο όταν υπάρχεις. Και ο Σαράτσης ευτυχώς υπάρχει μέσα στην σκέψη και επικοινωνεί. Είτε με το «καλημέρα» είτε με τέχνη.

Ο τρίτος άξονας έχει για τίτλο «Πορτρέτα Αναμνήσεων». Τί είναι το Πορτρέτο; Τίποτε άλλο παρά μια απαθανάτιση της εξελικτικής πορείας ενός ανθρώπου μία δεδομένη στιγμή. Και τί είναι ανάμνηση; Κάτι που ―δυστυχώς― μπαίνει στο χρονοντούλαπο; Βέβαια όχι. Και τα μουσεία όπψς και τα βιβλία έχουν το κοινό τους. Μόνο από μια μερίδα ανθρώπων θεωρούνται μούχλα.

Και το πορτοκαλί βιβλιαράκι του Γιώργου Σάρατση κλείνει μέσα του ένα κομμάτι ιστορίας. Αυτή των νιάτων μας. Και όπως το, επίσης, πορτοκάλι βιβλίο «Ρεμπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου ανάδειξε ―και θα το κάνει ες αεί― σαν αρτεσιανό φρέαρ την ζωή των ρεμπετών, έτσι και το βιβλίο του Σαράτση αναδεικνύει κάτι επίσης πολύ σημαντικό: την σκέψη των νιάτων. Των νιάτων που κάποτε υπήρξαμε. Σαν φρέαρ αρτεσιανό, τουλάχιστον για ’μένα που είμαι μεγαλύτερος. Και θα επανέρχομαι σ’ αυτό όσο μεγαλώνω. Ες αεί.

[κείμενο του Νίκου Λέκκα]

Θα φύγεις νύχτα

Τυχαία έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Γιώργου Σαράτση (εκδόσεις Φαρφουλάς, 2012), με αυτόν τον παράξενο τίτλο, το οποίο έχει ως εξώφυλλο μια φιγούρα ενός περιπλανώμενου από τις κάρτες ταρώ.

Το πρώτο που μας έρ­χε­ται κατά νου όταν ακού­με το «Θα φύ­γεις νύχτα», είναι μάλ­λον μια απει­λή ή μια προει­δο­ποί­η­ση για κά­ποιον ή και προς εμάς τους ίδιους ότι έχου­με αρ­χί­σει να υπερ­βαί­νου­με τα εσκαμ­μέ­να, δη­λα­δή ότι γί­νε­ται υπέρ­βα­ση των επι­τρε­πό­με­νων ή προ­κα­θο­ρι­σμέ­νων ορίων. Επί­σης, χρη­σι­μο­ποιεί­ται και με­τα­φο­ρι­κά, για τις πε­ρι­πτώ­σεις που κά­ποιος «έπαι­ξε και έχασε» και γι’ αυτό απο­χω­ρεί.

Άραγε, γιατί ο Σα­ρά­τσης έδωσε αυτόν τον τίτλο στο εν λόγω βι­βλίο του;

Ο γρί­φος, κατά πώς φαί­νε­ται, λύ­νε­ται στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου: «Με αφορ­μή το ασή­μα­ντο, αλλά συχνά σκλη­ρό, της κα­θη­με­ρι­νής εμπει­ρί­ας· σαν προ­ε­τοι­μα­σία για μια εσπευ­σμέ­νη ανα­χώ­ρη­ση χωρίς προει­δο­ποί­η­ση μέσα στη νύχτα, τα 38 σύ­ντο­μα κεί­με­να της συλ­λο­γής επι­χει­ρούν να φέ­ρουν τον ανα­γνώ­στη αντι­μέ­τω­πο με την αμη­χα­νία της συ­νύ­παρ­ξης, το ενο­χλη­τι­κό κρί­σι­μων ερω­τή­σε­ων, το ανα­πό­τρε­πτο μιας συ­νά­ντη­σης ή ενός χω­ρι­σμού. 38 στο­χα­σμοί αφιε­ρω­μέ­νοι στο πλη­κτι­κό αδιέ­ξο­δο μιας ζωής γε­μά­τη μνή­μες, έρωτα και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη μο­να­ξιά...»

Μέσα σε 38 πε­ζο­ποι­ή­μα­τα-κεί­με­να ή «38 στο­χα­σμοί για την πλήξη της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας», όπως είναι ο υπό­τι­τλος του βι­βλί­ου, ο Σα­ρά­τσης επι­κοι­νω­νεί τις σκέ­ψεις του, τυ­πω­μέ­νες σε χαρτί, πάνω σε υπαρ­ξια­κά θέ­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής. Κάθε φορά, βέ­βαια, με δια­φο­ρε­τι­κό τρόπο, σαν ένας «πε­ρι­πλα­νώ­με­νος πα­ρα­τη­ρη­τής» των ζη­τη­μά­των της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας έτοι­μος πάντα για ανα­χώ­ρη­ση. Γι’ αυτό το λόγο, μάλ­λον, έχει συμ­βο­λι­κά στο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου του τον πε­ρι­πλα­νώ­με­νο από τις κάρ­τες ταρώ. Γιατί η σκέψη του πε­ρι­πλα­νά­ται σε ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν τη συ­ντρο­φιά, τις σχέ­σεις, τον έρωτα, τον χω­ρι­σμό, την απώ­λεια, τη φυγή, τη μο­να­ξιά, την πλήξη, τη μνήμη, τις συ­νή­θειες, την οι­κο­γέ­νεια, τις απρό­σμε­νες στιγ­μές. Και όπως σχε­δόν όλοι που ασχο­λού­νται με την τέχνη και το γρά­ψι­μο το κά­νουν πρω­τί­στως για τον εαυτό τους, το ίδιο κάνει και ο Σα­ρά­τσης. Γρά­φει πρώτα για τον ίδιο. Εξάλ­λου το ομο­λο­γεί: «Γράφω για να μ’ ακού­σω μέσα μου. Είναι, σκέ­φτο­μαι, η μοίρα των φυ­λα­κι­σμέ­νων. Αγάπα το κελί σου, ψι­θυ­ρί­ζουν…». Με αυτό που λέει, πα­ρα­φρά­ζει κάτι που παλιά ήταν το μότο των φυ­λα­κι­σμέ­νων αρι­στε­ρών: αγάπα το κελί σου, τρώγε τα φαΐ σου, διά­βα­ζε πολύ.

Αν, λοι­πόν, ο εαυ­τός μας είναι το «κελί», τότε για να τον απο­δε­χτού­με, με τα θε­τι­κά και τα αρ­νη­τι­κά του, με τα σωστά και τα λάθη του, εί­μα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να τον αγα­πά­με. Και αγαπώ τον εαυτό μου ση­μαί­νει ότι μου αρέ­σει να με φρο­ντί­ζω, να ασχο­λού­μαι μαζί μου, να αφιε­ρώ­νω χρόνο για εμένα, να με ακούω, να μου φέ­ρο­μαι καλά, να κάνω πράγ­μα­τα που με ευ­χα­ρι­στούν, να ακούω τα συ­ναι­σθή­μα­τά μου επει­δή υπάρ­χουν για κά­ποιον λόγο. «Και όταν κοι­τά­ξω ξανά το πρό­σω­πό μου στον κα­θρέ­φτη, θα του βγάλω κο­ροϊ­δευ­τι­κά τη γλώσ­σα σαν παιδί ή θα του κλεί­σω το μάτι συ­νω­μο­τι­κά, σαν να του λέω: ‘’Τα κα­τα­φέ­ρα­με και σή­με­ρα ρε μπα­γά­σα..!’’. Κι ας κυ­λούν οι μέρες αδιά­φο­ρα. Θα ’χου­με του­λά­χι­στον κερ­δί­σει ένα στοί­χη­μα».

Στο «Προ­ϊ­ό­ντα οι­κο­γε­νεια­κού προ­γραμ­μα­τι­σμού», σκέ­φτε­ται τι είναι ο άν­θρω­πος, και απα­ντά: «Ένα ον που γεν­νιέ­ται μέσα σε ανερ­μή­νευ­τα συ­μπλέγ­μα­τα για να γίνει όσο με­γα­λώ­νει ει­δι­κός στα στοι­χή­μα­τα, τις απο­γοη­τεύ­σεις και τα κακά μα­ντά­τα. Ηδο­νί­ζε­ται στην απελ­πι­σία του, ανα­ζη­τώ­ντας πια­σιά­ρι­κα σο­φί­σμα­τα για το εφή­με­ρο της ύπαρ­ξής του…».

Όσον αφορά τον έρωτα, τον χω­ρι­σμό και την απώ­λεια, του έρ­χο­νται στο μυαλό «όχι ασή­μα­ντες» «μνή­μες». «Θυ­μά­μαι να σε ψάχνω στο σκο­τά­δι μ’ ένα σπίρ­το που ήξερα ότι σε λίγο θα σβή­σει. Όταν έσβη­σε δεν ήσουν πια εκεί. Έτσι έλαβε τέλος κι η ιστο­ρία μας». «Και σ’ άφησα. Δε θυ­μά­μαι να σε ξα­να­εί­δα από τότε. Κλεί­σα­με πα­ρά­θυ­ρα, συρ­τά­ρια και στό­μα­τα. Κλει­στή­κα­με μέσα. Μόνο τ’ απο­γεύ­μα­τα περ­πα­τού­σα μόνος δίπλα στη θά­λασ­σα, ψά­χνο­ντας ερω­τευ­μέ­νους. Κι είδα μάτια να βλέ­πουν, χείλη να μι­λούν, δά­χτυ­λα ν’ αγ­γί­ζουν… Κι είπα, δεν μπο­ρεί. Δεν τέ­λειω­σε τί­πο­τα ακόμα». Και για να πούμε ότι δεν τέ­λειω­σε τί­πο­τε, και για να μη βα­δί­ζου­με μόνοι «με συ­ντρο­φιά τα απαρ­νη­μέ­να μας πρό­σω­πα και μια αί­σθη­ση πάντα στο προ­σκέ­φα­λο να για­τρεύ­ου­με τον πόνο μ’ ότι κά­πο­τε αρ­νη­θή­κα­με…» είναι ανα­γκαίο να ζή­σου­με το Τώρα, τη στιγ­μή. Διότι, «Όσο θα φυ­λά­με τα λόγια μας για μιαν άλλη στιγ­μή, μιαν άλλη συ­νά­ντη­ση, για κάτι πιο ση­μα­ντι­κό, στα πρό­σω­πά μας θα καρ­φώ­νε­ται η από­γνω­ση για όσα θέ­λα­με να πούμε και δεν εί­πα­με. Για όσα θέ­λα­με να δεί­ξου­με και δε δεί­ξα­με. Για εκεί­να τα μικρά και ασή­μα­ντα που θα μπο­ρού­σαν να χρω­μα­τί­σουν το εφή­με­ρο του πα­ρό­ντος μας, προς αντί­δρα­ση μιας επι­κεί­με­νης πτώ­χευ­σης». Αντι­θέ­τως, μας χρω­μα­τί­ζουν η άρ­νη­ση, το ανι­κα­νο­ποί­η­το και το ανέλ­πι­στο, που είναι «οι πιο ασή­μα­ντες» λέ­ξεις, όπως λέει ο Σα­ρά­τσης. Και παρ’ ότι ασή­μα­ντες, χα­νό­μα­στε μέσα τους. Και όλες αρ­χί­ζουν από άλφα ή από «αν». Όμως, τα «αν» είναι οι προ­βο­λές που κά­νου­με στο μέλ­λον. Και το μέλ­λον είναι άγνω­στο, συ­νή­θως δεν έρ­χε­ται αυτό που φα­ντα­ζό­μα­στε, ενώ το πα­ρελ­θόν δεν μπο­ρεί να αλ­λά­ξει. Μόνο το Τώρα και οι στιγ­μές είναι αλη­θι­νά, διότι αυτά είναι η πραγ­μα­τι­κή ζωή. Για πα­ρά­δειγ­μα, όταν αγα­πάς έναν άν­θρω­πο, τον αγα­πάς Εδώ και Τώρα. Διότι την επό­με­νη στιγ­μή μπο­ρεί να μην υπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα για αγάπη και έρωτα και τότε θα το με­τα­νιώ­νεις όλη σου τη ζωή, λέει ο Όσσο.
Κάπως έτσι ολο­κλη­ρώ­νει τους στο­χα­σμούς του ο Σα­ρά­τσης. «Ζούμε για τον έρωτα που θα ’ρθει. Και για ’κεί­νους που έφυ­γαν. Ζούμε για να συ­νυ­πάρ­χου­με. Τώρα δεν συ­νυ­πάρ­χου­με. Πε­ρι­μέ­νου­με την συ­νύ­παρ­ξη». Δη­λα­δή, πε­ρι­μέ­νου­με το αύριο για ένα υπο­τι­θέ­με­νο κα­λύ­τε­ρο μέλ­λον, ανα­στέλ­λο­ντας ή πα­ρα­τεί­νο­ντας το σή­με­ρα. Και βέ­βαια μπο­ρεί ο κα­θέ­νας και η κα­θε­μία από εμάς να ψάξει όσο χρόνο θέλει για το υπο­τι­θέ­με­νο μελ­λο­ντι­κό κα­λύ­τε­ρο, άλλα ίσως στα γε­ρά­μα­τα ανα­κα­λύ­ψου­με ότι τε­λι­κά αυτό που ψά­χνα­με ήταν μπρο­στά μας και αρ­νη­θή­κα­με να το υπε­ρα­σπι­στού­με ως επι­λο­γή. Ή όπως διά­βα­σα γραμ­μέ­νο σε έναν τοίχο, «Ζήσε το σή­με­ρα με όσο πιο πολύ πάθος μπο­ρείς γιατί είναι το αύριο που πε­ρί­με­νες να έρθει χθες».

[Βιβλιοκριτική του Δημήτρη Κατσορίδα
στον ιστότοπο rproject.gr | 10 Νοεμβρίου 2016]

Όταν οι λέξεις πάλλονται

Μικρή, πορτοκαλί, σταλμένη από τη συμπρωτεύουσα ήλθε στα χέρια μου Απρίλη μήνα ενυπόγραφη η συλλογή του φίλου & ποιητή Γιώργου Σαράτση με τον αιρετικό τίτλο «Θα φύγεις Νύχτα.» Όταν τον ευχαρίστησα προσωπικά για το πόνημά του με μάλωσε. Όχι δεν είναι πόνημα, δεν απαιτεί ‘πόνο’ μου είπε και είχε δίκιο καθώς αβίαστα κυλούν από τις σελίδες του τα 38 πεζά ποιήματα, οι 38 στοχασμοί του για την πλήξη της καθημερινότητας.

Μέσα από τις τρεις επιμέρους ενότητες ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ / ΣΥΝΥΠΡΑΞΗ / ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ ο ποιητής έλλογα, χωρίς ακραίους συναισθηματισμούς, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού λόγο ποιεί πάνω σε θέματα όπως η Καθημερινότητα, η Συντροφιά, το Παρελθόν, η Μνήμη, η Φθορά, ο Χωρισμός, η Φυγή… Η Μοναξιά/Solitudo φαίνεται να λειτουργεί ενωτικά μα και λυτρωτικά ανάμεσα στις ενότητες του βιβλίου και φαντάζει αλήθεια μοναδική, αναπόφευκτη και φυσική. Πότε με κυνική ματιά κι άλλοτε με βαθύτατη ευαισθησία ο ποιητής καταπιάνεται με το αυτοάνοσο νόσημα τη ζωή προσπαθώντας να γευθεί, να καταλάβει, να δεχθεί τα μυστήρια που υφαίνουν την ανθρώπινη ύπαρξη/συνύπαρξη.

Οι λέξεις κάτω από τη γραφίδα του Γιώργου Σαράτση πάλλονται, δονούνται, αποκτούν αυτονομία και μετουσιώνονται σε ανησυχίες μιας φύσης διεισδυτικής. Γλώσσα σχεδόν σαρκική, πάλλουσα και ζωντανή ανάγει το ασήμαντο σε σημαντικό, το δεδομένο σε αβέβαιο, τη ρουτίνα σε σπασμωδικά εσπευσμένη αναχώρηση, το τέλος σε αρχή.

Μην το ψάξεις. Έτσι υπάρχω. Έτσι υπάρχεις. Μοναχικότητες σε επανάληψη (Ημέρες πλήξης)


[Βιβλιοκριτική του Αλέξανδρου Κεφαλά
στον ιστότοπο tovivlio.net | 4 Αυγούστου 2016]

Πορτρέτα αναμνήσεων - Αποσπάσματα

Γράφω γιατί δεν μου αρκεί η εμπειρία μου.

***

Δεν πτωχεύσαμε ακόμα από ειδήσεις. Μας πρόλαβε η πτώχευση της μεταξύ μας επικαιρότητας. Στερέψαμε από λέξεις.

***

Κανείς δεν έμαθε το γιατί του κόσμου.

***

Μόνο όταν κοιτάμε τα ίδια μας τα μάτια σ’ έναν καθρέφτη μπορούμε να συλλάβουμε για λίγο το άπειρο ή το σκοτεινό σχέδιο της δημιουργίας.

***

Κάποτε έψαχνα για λύσεις. Τώρα αρκούμαι στα λάθη μου.

***

Η μοναξιά, μια ανάπαυλα ήρεμης αποδοχής του παρόντος.

***

Μην το ψάξεις. Έτσι υπάρχω. Έτσι υπάρχεις. Μοναχικότητες σε επανάληψη.

***

Μόνο μου κατόρθωμα το παιχνίδι με τις λέξεις.

 

Συνύπαρξη - Αποσπάσματα

Βοηθούσαμε να μη μας βοηθήσουν. Ήταν πάντα μια παράξενη πληγή η βοήθεια των άλλων.

***

Η συντροφιά είναι κάτι ευαίσθητο. Κάτι σαν την επιφάνεια ενός ατάραχου δέρματος που μόλις τ’ αγγίξει λεπτά η αφή αντιδρά. Κι ανατριχιάζεις. Ή σαν μια φρεσκοβαμμένη επιφάνεια που περιμένει ένα αιχμηρό αντικείμενο να την σημαδέψει.

***

Τίποτα δε μας ανήκει. Μοιραζόμαστε μεταξύ μιας έλευσης και μιας αναχώρησης.

***

Το σώμα είναι πληγή. Λογαριάζει πάντα με επιθυμίες και χάνεται. Κουράζεται απ’ το βλέμμα των άλλων κι αγριεύει. Πες το αμηχανία, πες το απόγνωση, το σίγουρο είναι ότι μαζί του γεννιέται μια ανερμήνευτη κατάρα που το οδηγεί προώρως στη φθορά.

***

Και μείναμε λίγοι. Όχι ασήμαντοι, αλλά λίγοι…

***

Η σοφία είναι ο χώρος του αιώνιου εγκλεισμού μας. Μεταλλάσσει τα όνειρα, βαθαίνει τις πληγές και λύνει κόμπους από αθώους για να τους σφίξει επάνω μας.

***

Μεγαλώνω θα πει σωπαίνω.

***

Ό,τι πρόλαβα να περισώσω, κάποιες άπραγες σκέψεις ή λίγες μετρημένες συγγνώμες που δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν.

***

Αυτοάνοσο νόσημα η ζωή. Και το σώμα ένα κενό διαταραγμένης αυταπάτης.


Πιο πολύ οι νύχτες

(...) Ο συγγραφέας γυρνάει ταχτικά στα πολύ παιδικά του. Στα παιγνίδια με συνομήλικους στη γειτονιά, σα να θέλει να βρει κάτι εκεί. Νιώθει να φεύγουν τόσο γρήγορα όλα. Παρόν, παρελθόν σαν ένα. Φεύγει ο χρόνος πολύ πιο γρήγορα από παλιότερες εποχές. Εποχή των ταχυτήτων. Έλευση και αναχώρηση μόνο. Κάπως έτσι. Σαν πλάσματα εικόνων νιώθουν περισσότερο παρά δημιουργήματα του χρόνου. Όπως οι κινηματογραφικές ταινίες, αλλάζουν οι εικόνες της ζωής.

Δεν προλαβαίνεις να μιλήσεις και λες πως μαθαίνεις να σιωπάς, γιατί προτεραιότητα έχουν άλλες φωνές. Πολλή συννεφιά, βροχές, νύχτες. Λίγο ήλιο, λίγη ξαστεριά, λίγες μέρες. Πιο πολύ οι νύχτες, αλλά δεν είναι αντιπαθείς. Αν και λες πως αιμόφυρτη είναι η μέρα από πλήξη, εσύ μένεις εκεί, την αναζητείς, σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών να τη φτάσεις, να τη δεις. Έχουν ένα χαμόγελο τα λόγια του.

Έστω και με τη σκιά της η ζωή σού επιβάλλεται και μάλιστα σωτήρια για να τη γράφεις με αγάπη. Όλα με αγάπη γράφονται. Για τους τελευταίους στοχασμούς θέλω να πω πως έχουν περισσότερη αισιοδοξία. Την άφησε για το τέλος. Να μείνει στον αναγνώστη πως τα νιάτα βλέπουν τη ζωή να παίρνει δρόμο προς τα πάνω. Ο δρόμος για την Ιθάκη, είπε ο Καβάφης - προτρέπει τους νέους να τον ζήσουν με πολλά μυρωδικά, όσο μπορούν πιο πολλά μυρωδικά, που είναι η ζωή που αξίζει.

[Απόσπασμα παρουσίασης του Βασίλη Σιουζουλή]